Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010
O παράξενος άνθρωπος
** Η παρακάτω εξομολόγηση βασίζεται σε μια αληθινή μαρτυρία.Την παραθέτουμε χωρίς να επικαλούμαστε οτι είναι πραγματική.
Bγήκα στον κήπο.Κοίταξα απέναντι στα σύρματα.Δεν πίστευα στα μάτια μου!...Ένας τεράστιος πολύχρωμος παπαγάλος καθόταν περήφανος και ακούνητος αντίκρυ μου.Ξαφνιάστηκα πολύ.Τί δουλειά έχει ένας τροπικός παπαγάλος εδώ;..
Οι μέρες περνούσαν..Στο διπλανό σπίτι ερχόταν κι έφευγε ένας περίεργος άνθρωπος.Ήταν κοντός,μελαμψός,με φανταχτερά μάτια.Περίεργος θα έλεγα..Έπαιζα στον κήπο..Ο παπαγάλος εκεί ακλόνητος μέρες τώρα.Τον κοιτούσα.Με κοιτούσε ο άνδρας απο το διπλανό σπίτι.. «Θέλεις να φωνάξω τον παπαγάλο κάτω να παίξεις μαζί του;» Ήθελα τον παπαγάλο αλλά δεν έβλεπα με καλό μάτι τον παράξενο άνθρωπο.. «Όχι ευχαριστώ δεν πειράζει» είπα..Μέσα μου ήθελα να έχω αυτόν τον παπαγάλο,αλλά κάτι με φόβιζε στον άνθρωπο αυτό.
Ξύπνησα μες το βράδυ.Το παράθυρο ήταν ανοικτό.Καλοκαίρι..Ακουσα ενα θόρυβο.Σηκώθηκα,κοίταξα δίπλα και είδα κάτι ασύλληπτο..Ο παράξενος γείτονας χόρευε μες το σκοτάδι..απο τη μέση και κάτω είχε τα πόδια ενός ζώου και στο κεφάλι του κέρατα τράγου. Μου κόπηκε η χολή. Κουκουλώθηκα στο κρεβάτι μου με το σεντόνι κι άρχισα να λέω την προσευχή μου.
...Ρώτησα τη μητέρα μου ποιός είναι αυτός ο άνθρωπος.Μου είπε πως δεν τον γνώριζε προσωπικά.Είχε νοικιάσει το διπλανό εξοχικό με χρονομερίδιο.Ερχόταν απο την Αμερική.
Γύρισα απο τη θάλασσα και ο παράξενος άνθρωπος καθόταν στο μπαλκόνι με τους γονείς μου.Πάγωσα.Η μητέρα μου μας σύστησε και εκείνος μου είπε γελωντας.. «Φέρε μου ενα κομμάτι χαρτί ..» Πήγα στο δωμάτιο μου.Εσκισα ένα φύλλο χαρτί απο το τετράδιο μου και του το πήγα.Η μητέρα μου γελούσε.Της είχε πεί τι ήταν στην προηγούμενη ζωή της.Πέθανα απο το φόβο μου.Έδωσα το χαρτί. «Αύριο,ο παπαγάλος αυτός θα έρθει στην αυλή σου».. Μπόρεσα και ξεστόμισα.. «Απο πού έρχεται αυτός ο παπαγάλος...;» Η μητέρα μου είπε πως μάλλον θα το έχει σκάσει απο κάποιο κλουβί..Ο παράξενος άνθρωπος έγραψε στο χαρτί κατι περίεργα γράμματα.. Το επόμενο πρωί ο παπαγάλος καθόταν στο παράθυρό μου.
Οι γονείς μου έκαναν λίγο παρέα μαζί του.Δεν έλεγα τί είδα.Τους φαινόταν περίεργο που ο παπαγάλος όντως ήρθε απο τα σύρματα στο σπίτι,αλλά έλεγαν πως μπορεί να είναι και τυχαίο..Αν τους έλεγα τι ειχα δεί θα νόμιζαν πως έχω χάσει τη λογική μου.Μπορεί να ήταν και όνειρο.Δεν ξέρω.
Ο παράξενος άνθρωπος ρώτησε τη γιαγιά μου πόσο καιρό έχουμε χασει τον παππού.Η γιαγιά του είπε 5 χρόνια.Τη ρώτησε άν τον έχει δεί στον ύπνο της.Εκείνη είπε πως έχει καιρό να τον δεί και πως της λείπει.Τότε εκείνος της είπε να του φέρει μια φωτογραφία του.Έγραψε πίσω απο τη φωτογραφία πάλι κάτι παράξενα γράμματα.Της είπε πως το βράδυ θα τον ξαναδεί,αλλά άν της πει να τον ακολουθήσει να μην πάει μαζί του.
Το επόμενο πρωί η γιαγια είπε πώς όντως ο παππούς είχε έρθει στον ύπνο της.Κόντευα να λιποθυμήσω.Ρώτησα τον πατέρα μου άν φοβάται με αυτά που συμβαίνουν.Μου είπε «Αυτά είναι κόλπα,χαζομάρες που αρέσουν στις γυναίκες.Δεν δίνω σημασία σε αυτόν τον τύπο.Μου φαίνεται απατεωνίσκος αλλά η μητέρα σου διασκεδάζει με την παρέα του»
Η γάτα μου κάθε φορά που ερχόταν σπίτι ο παράξενος άνθρωπος έκανε σα να έβλεπε φάντασμα.Οι τρίχες της σηκωνόντουσταν όρθιες, γρύλιζε και εξαφανιζόταν.
Ο παράξενος άνθρωπος είπε στη γιαγιά.. «Απόψε το βράδυ,ο μακαρίτης θα ξαναέρθει στο όνειρό σου.Μην τον ακολουθήσεις»
Ήταν χαράματα.Άκουσα φωνές.Τσιρίδες.Ουρλιαχτά.Οι γονείς μου είχαν βγεί απο το σπίτι αναστατωμένοι.Η γιαγιά είχε ξυπνήσει και ήταν γεμάτη πληγές.Πονούσε,είχε μώλωπες και γρατζουνιές... Κρυφάκουγα απο την πόρτα. «Ήρθε και απόψε στο όνειρό μου,όχι μόνος του,μαζί με κάτι περίεργα πλάσματα,κακά..Με ρώτησε γιατι τον κορόιδεψα χθές..Του είπα πως δεν τον κορόιδεψα πώς τον ακολούθησα αλλά δεν τον πρόλαβα,τον έχασα.Τότε αυτός και τα περίεργα πλάσματα σήκωσαν τσεκούρια,ξύλα,σφυριά και άρχισαν να με χτυπούν ανελέητα..Μέσα στον ύπνο μου πονούσα πολύ.Ξύπνησα και κοιτάξτε πώς είμαι...Έχω τα σημάδια..Θα τρελαθώ..Τι μου έκανε αυτός ο παλιάνθρωπος..Ο άντρας μου ήταν ένας άγιος.Ποτέ δεν είχαμε τσακωθεί..Δεν ήταν αυτος στο όνειρό μου..Έστειλε έναν δαίμονα σας λέω....» Την πίστεψα. Οι γονείς μου κοιτούσαν αποσβολωμένοι.
Το πρωί έφεραν τον παράξενο άνθρωπο στο σπίτι. « Φέρε μου τη φωτογραφία».Αρχισε να διαβάζει ένα περίεργο ύμνο,χαράκωνε τη φωτογραφία και έψελνε.Όταν τελείωσε την έσκισε.Είπε πως δεν θα τον ξαναέβλεπε.Θα ερχόταν ξανά στο όνειρό της μόνο όταν ξαναέμπαινε στο σπίτι φωτογραφία του παππού.
Τον αντιπαθούσα και τον φοβόμουνα.
Πέρασαν απο τότε 14 χρόνια.Η γιαγιά είχε χάσει το φώς της.Δεν είχα ξεχάσει.Κατέβηκα στο υπόγειο.Άνοιξα ένα ντουλάπι και είδα τη φωτογραφία του παππού μου.Την έβγαλα και την ανέβασα στο σπίτι.Η μητέρα μου με ρώτησε γιατί.Της είπα γιατί θέλω να τον βλέπω.Μου λείπει.Μου είπε πως άν έχουμε πάλι τα ίδια θα την κάψει.
Το επόμενο πρωί η γιαγιά μου ελεγε στη μητέρα μου πως ύστερα απο τόσα χρόνια ξαναείδε τον παππού στον ύπνο της...Είναι τυφλή.Δεν ήξερε πως είχα βάλει φωτογραφία στο σπίτι και κανείς δεν της το είχε πει για να μην την προιδεάσει...Η μητέρα μου τη ρώτησε πώς τον είδε...Εκείνη είπε πως ήταν ο άντρας που αγάπησε..Καλός,γλυκός,στοργικός,χαμογελαστός...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου